πετρένιος
Смотреть что такое "πετρένιος" в других словарях:
πετρένιος — α, ο, Ν πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] … Dictionary of Greek
πετρένιος, -ια, -ιο — ο πέτρινος, ο από πέτρα κατασκευασμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek