πετρένιος

πετρένιος
α, ο см. πέτρινος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πετρένιος" в других словарях:

  • πετρένιος — α, ο, Ν πέτρινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. ένιος (πρβλ. ζαχαρ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • πετρένιος, -ια, -ιο — ο πέτρινος, ο από πέτρα κατασκευασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»